απαλάμιστος

απαλάμιστος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει παλαμιστεί, επιχριστεί με πίσσα («ἀπαλάμιστο καΐκι»)
2. εκείνος που δεν έχει επιχριστεί με σοβά, αμμοκονίαμα («ἀπαλάμιστος τοῑχος»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απαλάμιστος — η, ο αυτός που δεν αλείφτηκε με πίσσα: Το καΐκι ήταν απαλάμιστο κι έπρεπε να παλαμιστεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”